Η ειδήσεις από την Ιερά Μονή Ασωμάτων αναδύονται σαν ένα συναρπαστικό κεφάλαιο στον πλούσιο χάρτη της πνευματικής κληρονομιάς της Κρήτης. Σε μια φάση ανοικοδόμησης και αναβίωσης, η μονή βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής, όπου η δημιουργία μιας νέας γυναικείας αδελφότητας σηματοδοτεί μια νέα αρχή.
Ο εορτασμός των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, την περασμένη Τρίτη και Τετάρτη, ήταν μια πανηγυρική στιγμή, καθώς παρευρέθηκαν για πρώτη φορά οι μοναχές που σχεδιάζουν να ζήσουν εκεί ως αδελφότητα. Αυτή η νέα φάση σηματοδοτεί την έναρξη μιας ιστορικής περιόδου για τη Μονή.

Οι μοναχές που πρόκειται να μετακομίσουν στην Μονή Ασωμάτων προσωρινά φιλοξενούνται στην Ιερά Μονή Σωτήρος Χριστού Κουμπέ Ρεθύμνου, περιμένοντας τις κατάλληλες συνθήκες για τη μετακίνησή τους στο Αμάρι. Η προσπάθεια αυτή υποστηρίζεται από την Ιερά Μητρόπολη Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων, με επικεφαλής το Μητροπολίτη κ.κ. Ειρηναίο, που εδώ και χρόνια είχε την επιθυμία να δει τη Μονή να επαναλειτουργεί.
Αυτή η προσπάθεια δεν είναι μικρή, αλλά αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου φαινομένου επαναλειτουργίας μοναστηριών στην ευρύτερη περιοχή του Ρεθύμνου. Παραδείγματα όπως η Μονή Αττάλης – Μπαλί, η Μονή Βωσσάκου, οι Μονές Χαλέπας και Δισκουρίου, καθώς και η Αγία Ειρήνη στο Ρέθυμνο, αναδεικνύουν τη δυνατότητα επαναφοράς σε λειτουργία μοναστηριών που είχαν εγκαταλειφθεί για δεκαετίες.

Στο Αμάρι, η αναστήλωση του Μετοχίου της Μονής Αρκαδίου στο Βένι και η αναστηλωτική προσπάθεια στη Μονή Ασωμάτων αποτελούν το κέντρο του ενδιαφέροντος. Η εύρεση της νέας αδελφότητας είναι ένα κρίσιμο βήμα για τη συνέχιση του έργου. Γι’ αυτό, είναι απαραίτητη η συμμετοχή και η υποστήριξη φορέων και ιδιωτών που μπορούν να λειτουργήσουν ως χορηγοί για το έργο αυτό, όπως έχει συμβεί και σε άλλα μοναστήρια.
Η Μονή Ασωμάτων, με τη μακρά ιστορία της, είναι αφιερωμένη στη Σύναξη των Αρχαγγέλων και αποτελεί ένα σημαντικό μνημείο στον οικισμό Σχολή Ασωμάτων, στο κέντρο της κοιλάδας του Αμαρίου.
Η σημερινή δομή της θεωρείται πως διαμορφώθηκε από τα τέλη της Βενετοκρατίας έως και τον 19ο αιώνα, με παρεμβάσεις κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, όταν μετατράπηκε σε γεωργική σχολή. Η παράδοση θεωρεί ότι ιδρύθηκε κατά τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο, κάτι που επιβεβαιώνεται και από πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες στο καθολικό της.
Η συνδέεται με την ευγενή βυζαντινή οικογένεια των Βαρουχών, περίπου στα τέλη της βενετοκρατίας. Κατά την άλωση της Κρήτης από τους Τούρκους, υπέστη πυρπόληση. Περιηγητές μνημονεύουν την καλή οργάνωση, τη μεγάλη περιουσία και τους μορφωμένους κληρικούς της. Κατά τον 18ο αιώνα, αναφέρεται ως έδρα του επισκόπου Λάμπης. Στα τέλη του ίδιου αιώνα, ο ηγούμενος των Ασωμάτων Μανασσής εκλέχτηκε επίσκοπος Λάμπης και θεωρείται “δεύτερος κτήτορας,” πρωτοστάτησε σε εκτεταμένη ανακαίνιση της μονής. Κατά την επανάσταση του 1821, εγκαταλείφθηκε για ένα διάστημα και αρχίζει πάλι να ανασυγκροτείται, φτάνοντας σε μεγάλη ακμή. Το 1927, μεγάλο μέρος της περιουσίας της παραχωρήθηκε για τη δημιουργία Γεωργικής Σχολής, οδηγώντας στη διάλυσή της. Τα τελευταία χρόνια, προσπαθείται η επαναφορά και η αποκατάσταση του μνημείου από τη μητρόπολη και την αρχαιολογική υπηρεσία.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, η Ιερά Μονή Ασωμάτων διαμορφώθηκε με νέο τρόπο, όπου το μονόχωρο καθολικό στη μεγάλη αυλή μετατράπηκε σε ελεύθερο σταυρό με τρούλλο μετά από μερική κατεδάφιση. Σύμφωνα με πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες, ο ναός αυτός κατασκευάστηκε στις αρχές του 14ου αιώνα ως ξυλόστεγος μονόχωρος, επικαλυμμένος από τρούλλο. Τα θεμέλια του χρονολογούνται πιθανόν στον 10ο αιώνα και κατέρρευσαν από τον σεισμό του 1303.
Στο δυτικό τμήμα του ναού ανακαλύφθηκαν έξι προσεγμένοι τάφοι κάτω από το δάπεδο, ενώ εντός του ναού εντοπίστηκαν χάλκινοι σταυροί λιτανείας που χρονολογούνται στον 10ο αιώνα. Εξωτερικά, ο ναός διαμορφώνεται με διπλά, οξυκόρυφα τυφλά αψιδώματα, ενώ η αψίδα του είναι ημιεξάπλευρη και φέρει δίλοβο, οξυκόρυφο παράθυρο. Η τοιχοποιία του αποτελείται από λαξευτούς λίθους και πλίνθους, σε ένα χαλαρό πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Ο συνδυασμός αρχιτεκτονικών στοιχείων της Ελλαδικής Σχολής με δυτικές επιδράσεις τον κατατάσσει στην ομάδα των λεγόμενων φραγκοβυζαντινών.
Γύρω από το καθολικό διατάσσονται τα κτήρια της Μονής, με τα παλαιότερα να χρονολογούνται στα τέλη του 17ου αιώνα και να αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της Κρητικής Αναγέννησης. Το υπόλοιπο συγκρότημα αποτελείται από απλά κτίσματα του 19ου και του 20ού αιώνα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το εργαστήριο χρυσοκεντητικής της μονής, που πιθανόν υπήρξε ενεργό κατά τον 18ο αιώνα. Σημαντικός αριθμός από άριστης ποιότητας άμφια φιλοξενούνται στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, μαζί με άλλα κειμήλια, εικόνες και βιβλία.
Πηγή: Μιχάλης Γ. Ανδριανάκης – Κωνσταντίνος Δ. Γιαπιτσόγλου (2012). Χριστιανικά Μνημεία της Κρήτης. Ηράκλειο απο (https://www.discoveramari.gr)