Παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων εκφράζει αισιοδοξία για αύξηση των εσόδων, των κερδών και της απασχόλησης το 2023, αυτή η αισιοδοξία δεν συμβαδίζει με την πρόθεσή τους για μεγαλύτερες επενδύσεις. Πολλώ δε μάλλον δεν συμβαδίζει με την πρόθεσή τους να συγκρατήσουν τις τιμές, ακόμη και επιχειρήσεις που δεν αναμένουν αύξηση του κόστους παραγωγής τους.
Μάλιστα συμβαίνει το αντίθετο, καθώς 2 στις 10 επιχειρήσεις που δεν αναμένουν αύξηση του κόστους τους δηλώνουν ότι θα προβούν σε αύξηση των τιμών τους, ενώ ακόμη και επιχειρήσεις σε ποσοστό 10% που μπορεί να δουν το κόστος τους να μειώνεται, μόνο οι μισές από αυτές αναμένεται να μειώσουν τις τιμές τους. Συνολικά, οι 6 στις 10 επιχειρήσεις δηλώνουν ότι αναμένεται να αυξήσουν τις τιμές τους, οι 2 στις 10 δηλώνουν ότι αυτή η αύξηση θα υπερβεί το 10% και μόνο 1 στις 10 ενδέχεται να προβεί σε μείωση τιμών.
Αυτό προκύπτει από έρευνα της Grant Thornton –παρουσιάστηκε χθες στο πλαίσιο των Growth Awards 2023 που συνδιοργανώνονται με τη Eurobank– για τις προσδοκίες των Ελλήνων CEO και οι οποίες εμφανίζονται αισθητά βελτιωμένες σε σχέση με ένα χρόνο πριν (αισιοδοξία εκφράζει το 55% έναντι 41% πέρυσι), κεφαλαιοποιώντας με βάση τα συμπεράσματα της έρευνας τις επιτυχίες της ελληνικής οικονομίας, όπως οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας σε συνδυασμό με την πολιτική σταθερότητα.
Παρά το γεγονός ότι η βελτίωση των προσδοκιών συμβαδίζει με ανησυχίες για την αύξηση του κόστους παραγωγής και τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, εντούτοις αυτό δεν οδηγεί σε προσπάθεια των ελληνικών επιχειρήσεων να επεκταθούν σε νέες αγορές, ειδικότερα του εξωτερικού, ή να επενδύσουν σε νέα προϊόντα και καινοτομία. Παρά τις προσδοκίες ανάπτυξης, η αβεβαιότητα εξέλιξης των τιμών, ο προβληματισμός για την άνοδο του κόστους παραγωγής αλλά και η ραγδαία αύξηση των επιτοκίων αποτυπώνονται έντονα στη μειωμένη διάθεση για επενδύσεις και όπως επισημαίνει η Grant Thornton «παρατηρείται διάθεση για αναβολή επενδύσεων και αποφυγή ρίσκου, γεγονός που αποτυπώνεται και στη χαμηλή διάθεση για χρηματοδότηση».
Παρά τις προσδοκίες ανάπτυξης, οι επιχειρήσεις αναβάλλουν επενδύσεις και αποφεύγουν το ρίσκο.
Ενδεικτικό είναι ότι εντάσεως κεφαλαίου επενδύσεις, όπως σε γη, κτίρια και μηχανήματα, φαίνεται να σχεδιάζονται από ολοένα και λιγότερες επιχειρήσεις, ενώ ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι το ότι ακόμη και η επένδυση σε τεχνολογία και ψηφιακό μετασχηματισμό δείχνει να επιβραδύνεται και να σχεδιάζεται από 5 στις 10 επιχειρήσεις σε σχέση με 6 στις 10 πέρυσι. Σύμφωνα με την Grant Thornton, αυτό θα μπορούσε να αποδοθεί τόσο στην αβεβαιότητα εκτίμησης του κόστους των επενδύσεων ως αποτέλεσμα της συνεχούς αύξησης των τιμών, όσο και στο αυξανόμενο κόστος χρηματοδότησης. Εντούτοις είναι «απογοητευτικό», όπως υπογραμμίζει, ότι παρά αυτή την αύξηση των επιτοκίων, λίγες επιχειρήσεις αναμένεται να εκμεταλλευθούν άλλα φθηνότερα εργαλεία ανάπτυξης, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ή αναπτυξιακούς νόμους. Παράλληλα προκαλεί προβληματισμό το ότι και από αυτούς που δηλώνουν πως θα κάνουν χρήση των κεφαλαίων του ΤΑΑ, μόνο οι 3 στους 10 είναι είτε σε στάδιο προετοιμασίας του σχετικού πλάνου είτε σε στάδιο υποβολής, σε σχέση με 4 στους 10 πέρυσι, παρά το γεγονός ότι πλέον οι συνθήκες είναι και πιο ώριμες αλλά και ο αντίκτυπος της αύξησης των επιτοκίων έχει αποτυπωθεί πιο έντονα.
Το μεταβαλλόμενο και γεμάτο προκλήσεις οικονομικό πλαίσιο δεν θα πρέπει να αποτελέσει δικαιολογία για εσωστρέφεια και αδράνεια, καταλήγει η Grant Thornton, «καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος της οπισθοδρόμησης και της εξάλειψης ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων που οι επιχειρήσεις κατόρθωσαν να επιτύχουν τα τελευταία έτη».
kathimerini.gr