Η Κρήτη, ακόμα και στις μέρες μας, πληρώνει ακριβά τη βεντέτα που στοιχειώνει χωριά, φαμίλιες, ζωές. Ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίστηκαν ή ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους υπό το φόβο της εκδίκησης, το μαύρο χρώμα έγινε ένα με το δέρμα τους, βυθίστηκαν στο πένθος. Η μοναδική φλόγα που παρέμενε ζωντανή μέσα τους ήταν αυτή της εκδίκησης.
Φέτος τον Μάιο συμπληρώθηκαν 30 χρόνια από την έναρξη μίας από τις μεγαλύτερες βεντέτες που στιγμάτισαν την Κρήτη, με τα θύματα της να πέφτουν νεκρά και σε άλλα μέρη της Ελλάδας όπου είχαν καταφύγει για να γλιτώσουν την εκδίκηση.
Είναι η βεντέτα ανάμεσα σε μέλη των οικογενειών Μουζουράκη, Δικονιμάκη και Σελιανάκη. Μία βεντέτα με πολύ θανατικό.
Ο κύκλος του αίματος ξεκίνησε στις 23 Μαίου του 1994 όταν η 55χρονη Φωτούλα Μουζουράκη, πολύτεκνη μητέρα, από το Πάτημα Αποκορώνου βρέθηκε κακοποιημένη σεξουαλικά και δολοφονημένη σε αγροτική περιοχή, πλησίον του χωριού Φυλακή. Η δίκη διεξάγεται κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας τον Μάιο του 1995 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Λασιθίου, με τους δικηγόρους του νομού να αρνούνται να υπερασπιστούν τους κατηγορούμενους για ένα τόσο ατιμωτικό έγκλημα. Ο Μιχάλης Δικονιμάκης και ο Νίκος Πολάκης κάθονται στο εδώλιο για το αποτρόπαιο έγκλημα και το κλίμα είναι «εκρηκτικό».
Όπως διαβάζουμε και στο βιβλίο «Λόγω Τιμής» του αείμνηστου δικηγόρου, Δημήτρη Ξυριτάκη, για τις βεντέτες, ο Γιάννης Μουζουράκης, γιος της αδικοχαμένης Φωτούλας εκδικείται για τη δολοφονία της μάνας του, σκοτώνοντας στις 10 Νοεμβρίου του 1994, δηλαδή λίγους μήνες μετά το φρικτό έγκλημα, τον πατέρα του φονιά της, Μανόλη Δικονιμάκη, στην Αμαλιάδα, ενώ στις 13 Δεκεμβρίου, ένα μήνα αργότερα, σκοτώνει και τον αδερφό του, Ιωσήφ Δικονιμάκη.
Το αιματοκύλισμα δεν σταματάει, καθώς όπως αναφέρεται στο βιβλίο, στις 22 Σεπτεμβρίου του 1995 σκότωσε στο Ρέθυμνο τον Βαγγέλη Σελιανάκη (ανιψιός) προκειμένου να εκδικηθεί το φόνο του αδερφού του, Κώστα, που φέρεται να τέλεσε ο Βαγγέλης Σελιανάκης (θείος) στο Πάτημα, τον Αύγουστο του 1994. Σύμφωνα με τον έγκριτο ποινικολόγο, ο Γιάννης Μουζουράκης σκότωσε τον πρωτανιψιό και συνονόματο του πραγματικού φονιά του αδερφού του επειδή δεν μπορούσε να βρει τον θείο. Ήξερε όμως ότι θα τον πονέσει καθώς ήταν ο αγαπημένος ανιψιός του.
«Αυτός ο τελευταίος φόνος όμως, σχολιάζει ο συγγραφέας, έδωσε στη συμπεριφορά του το χαρακτήρα μιας υπερβολής που αποδοκιμάστηκε ακόμα και από τους πιο θερμούς οπαδούς του στην Κρήτη, οι οποίοι αν και παραμένουν προσκολλημένοι στη βαρβαρότητα του κρητικού Αντιπεπονθότος, δεν παύουν να εκτιμούν την αξία της δικαιοσύνης και της ζωής, αξία την οποία δεν πρόλαβε να απολαύσει όσο δικαιούτο ένας άνθρωπος όπως ο Βαγγέλης Σελιανάκης. Δεν έχυσαν λοιπόν πολλά δάκρυα όταν κάποιος «άγνωστος» άδειασε το καλάσνικοφ στο όμορφο κορμί του Γιάννη Μουζουράκη, στις 5 Ιανουαρίου του 1999, στο Περιστέρι» υποστηρίζει χαρακτηριστικά. Η βεντέτα μετρούσε ήδη έξι ζωές, πολύ πόνο, φόβο, μίσος και εκδίκηση.
Ο Δημήτρης Ξυριτάκης χαρακτηρίζει ως «ταχύτατο και ακραίο εκδικητή» τον Γιάννη Μουζουράκη, υπό την έννοια ότι σε διάστημα μηνών σκότωσε τρεις ανθρώπους για να εκδικηθεί τους φόνους της μάνας και του αδερφού του και παραθέτει δύο γεγονότα που κατά την κρίση του ίσως επηρέασαν τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Αναφέρεται ότι ο Γιάννης ήταν πολύ δεμένος με τον αδερφό του Κώστα. Ήταν μικρά παιδιά ακόμα όταν πήγαν στη θάλασσα και κινδύνευσαν να πνιγούν καθώς δεν ήξεραν κολύμπι. Ο πατέρας τους, Στέλιος, βλέποντας τον κίνδυνο, έτρεξε να σώσει τα παιδιά του με αποτέλεσμα να πνιγεί καθώς ούτε κι εκείνος ήξερε κολύμπι. «Ο Γιάννης και ο Κώστας έζησαν, αλλά δεν μπόρεσαν ποτέ να ξεχάσουν το περιστατικό, κουβαλώντας σε όλη τους τη σύντομη ζωή τους το πλέγμα μιας ενοχής, που θα πρέπει να ήταν ισοδύναμο με την περιφρόνηση και της ζωής και του θανάτου» εκτιμά ο Δημ. Ξυριτάκης.
Το δεύτερο περιστατικό που παραθέτει ο συγγραφέας αφορούσε την περίοδο που ο Γιάννης Μουζουράκης έκανε την στρατιωτική του θητεία στο Ηράκλειο, στο στρατόπεδο Δασκαλογιάννη. Πήγε να τον δει ο αδερφός του ο Κώστας αλλά ο φύλακας στην πύλη αρνήθηκε την είσοδο του. Ο Γιάννης έτρεξε προς την πύλη, διαπληκτίστηκε με τον φύλακα και όταν ο τελευταίος του έστρεψε το πιστόλι, ο Μουζουράκης δεν δίστασε να αδειάσει το δικό του όπλο μόλις μερικά εκατοστά από τα πέλματα του σκοπού. Στο στρατόπεδο σήμανε συναγερμός, ενεργοποιήθηκε ομάδα ενόπλων στρατιωτών αλλά τελικά ο Γιάννης Μουζουράκης συνάντησε τον αδερφό του και το επεισόδιο έληξε εκεί.