Παρατείνεται η αγωνία των κτηνοτρόφων του Ρεθύμνου για τη διαμόρφωση της τιμής του γάλακτος για τη νέα χρονιά, καθώς οι απαιτήσεις των γαλακτοβιομήχανων δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις δυνατότητες του κτηνοτροφικού κλάδου. Οι πληγές των κτηνοτρόφων τα τελευταία χρόνια, με τις αλλεπάλληλες οικονομικές επιβαρύνσεις από τα κόστη της ενέργειας, των καυσίμων και των ζωοτροφών, τους έχουν οδηγήσει σε αδιέξοδο, με αποτέλεσμα μία εκ νέου μείωση στην τιμή στο γάλα σε σχέση με πέρσι να κρίνεται αδύνατη. Η βιωσιμότητα της παραγωγής των κτηνοτρόφων απαιτεί την κοστολόγηση του αιγοπρόβειου γάλακτος, τουλάχιστον στο 1,30 ευρώ, για να καλύπτεται το κόστος παραγωγής και να υπάρχει κέρδος. Το παράδειγμα της περσινής χρονιάς αποδεικνύει ότι με την πάροδο του έτους οι κτηνοτρόφοι επιβαρύνονται ακόμα περισσότερο, καθώς οι τιμές που πουλούν το γάλα σταδιακά μειώνονται, προκειμένου να συνεχιστεί η ζήτηση και η ανταπόκριση στην ποιότητα του προϊόντος.
Σούπερ μάρκετ και πωλητές διατηρούν τις τιμές των γαλακτοκομικών προϊόντων σε υψηλά επίπεδα, γεγονός που οδηγεί αρκετούς καταναλωτές στη μείωση των αγορών και τη στροφή σε υποκατάστατα προϊόντα. Τα αποθέματα γαλακτοκομικών προϊόντων λειτουργούν ως μοχλός πίεσης προς τους κτηνοτρόφους προκειμένου να ρίξουν ακόμα περισσότερο τις τιμές, δημιουργώντας ένα λειτουργικό κενό στην αγορά. Οι κτηνοτρόφοι αδυνατούν να ρίξουν τις απαιτήσεις τους, καθώς μία νέα σημαντική μείωση στην τιμή θα αποδειχθεί εξοντωτική για αρκετούς επαγγελματίες του κλάδου. Σύμφωνα με στοιχεία του Ελληνικού Γεωγραφικού Οργανισμού «Δήμητρα», η μέση τιμή του νωπού πρόβειου γάλακτος στην Κρήτη για το 2023 ήταν στα 1,55 ευρώ, ενώ το 2024 διαμορφώθηκε στα 1,44. Αντίστοιχη πτώση σημειώθηκε και στις τιμές του νωπού γιδινού γάλακτος, με το 2023 να καταγράφεται στα 0,97 ευρώ και το 2024 να πέφτει στα 0,92.
«Οι νέες μειώσεις θα είναι εξοντωτικές»
Ο Γιώργος Βενιεράκης, πρόεδρος Συλλόγου Επαγγελματιών Κτηνοτρόφων Ρεθύμνου και κτηνοτρόφος μιλώντας στα «Ρ.Ν.» αναφέρθηκε στην πορεία της περσινής χρονιάς και παρέθεσε τις εκτιμήσεις του για τη διαμόρφωση των τιμών του γάλακτος φέτος, εκφράζοντας την ανησυχία του για την κατάσταση:
«Εγώ την περασμένη σεζόν πούλησα το αιγοπρόβειο γάλα την 1η Ιανουαρίου στο 1,35 ευρώ, μετά το πήγα στο 1,25 την 1η Ιουνίου και τέλος στο 1,15 μέσα στο καλοκαίρι. Υπάρχουν τυροκόμοι και κτηνοτρόφοι που το πούλησαν στο 1 ευρώ και άλλοι στα 90 λεπτά. Με αυτές τις συνθήκες δεν θα γίνει μεγάλη παραγωγή, ακόμα και εγώ αν δεν ανέβει κοντά στο 1,30 η τιμή του γάλακτος φέτος, δεν θα αρμέξω τα ζώα σχεδόν καθόλου. Οι τιμές των τυροκομικών προϊόντων που πωλούνται στον καταναλωτή είναι υπερβολικές για εμάς, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση ο κόσμος να αγοράσει, καθώς είναι πεσμένη η αγοραστική του δύναμη. Τα αποθέματα λοιπόν αναγκαστικά οδηγούν τους τυροκόμους και τους κτηνοτρόφους στο να ρίχνουν τις τιμές και φέτος οι προβλέψεις αναφορικά με τις τιμές του γάλακτος είναι δυσοίωνες, όπως και το αν θα αποφασίσουν πολλοί κτηνοτρόφοι να αρμέξουν, λόγω των τιμών της αγοράς».
Παράλληλα, ο κτηνοτρόφος επεσήμανε τα προβλήματα που απασχολούν κτηνοτρόφους και παραγωγούς, καθώς και τη λειτουργία της αγοράς στο κομμάτι των αγοραπωλησιών γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων:
«Τα καθημερινά κοστολόγια των κτηνοτρόφων σε ενέργεια, καύσιμα και ζωοτροφές, οι καιρικές συνθήκες που δεν βοηθούν και οι αρρώστιες ή τα προβλήματα στα ζώα οδηγούν στη μείωση της παραγωγής και των τιμών, που οι κτηνοτρόφοι πωλούν το γάλα τους. Εγώ μέσα στα τελευταία τρία χρόνια έχω λιγοστέψει τα ζώα μου κατά 150. Είχα 350 πρόβατα για γάλα και τώρα έχω 200, τα έχω μειώσει πάρα πολύ και εξακολουθούν να μην καλύπτονται τα έξοδά μου. Αναπόφευκτα αυτό θα οδηγήσει σε εκ νέου μειώσεις, μέχρι να οδηγηθούμε σε τέλμα. Υπάρχει μεγάλη μείωση στα κοπάδια και στην παραγωγή αιγοπρόβειου γάλακτος στην Κρήτη, δεν παρέχεται κίνητρο πλέον παραγωγής. Ο καταναλωτής καταφεύγει συνεχώς σε άλλα προϊόντα, υποκατάστατα του γάλακτος, μένουν τα τυροκομικά και τα γαλακτοκομικά στις αποθήκες και πέφτουν διαρκώς οι τιμές, μέχρι που φτάνουμε στον πάτο. Τώρα η τιμή του γάλακτος για τους κτηνοτρόφους και τους παραγωγούς βρίσκεται για εμάς σε επίπεδα πριν μπει η Ελλάδα στο ευρώ το 2002, με διαφορά ότι το κόστος έχει ανέβει πλέον κατακόρυφα σε όλα. Οι τιμές που θα ήθελε ο παραγωγός είναι κοντά στο 1,50 ευρώ και με παρέμβαση του κράτους να δοθούν επιδοτήσεις των 50 λεπτών, για να πουλάει ο παραγωγός σε χαμηλή τιμή και να εξυπηρετείται και ο καταναλωτής».
Ο κ. Βενιεράκηςσημείωσε επίσης: «Η διαδικασία για τον καθορισμό της νέας τιμής του γάλακτος θα ξεκινήσει σε περίπου 1 μήνα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν γίνει ήδη συμφωνίες των παραγωγών. Οι καιρικές συνθήκες δεν μας ευνοούν καθόλου και αυτό καθιστά τις εκτιμήσεις για τις νέες τιμές αρκετά απαισιόδοξες. Πέρσι τα ζώα μας έφαγαν χόρτα μέσα στον Ιανουάριο, ενώ άλλες χρονιές ξεκινούσαν από Νοέμβριο και Δεκέμβριο. Αυτός ο μήνας επηρεάζει την παραγωγή, όπως την επηρέασε και η πανώλη που έπληξε τα ζώα το καλοκαίρι. Όλοι οι κτηνοτρόφοι έπαθαν ζημιά με αυτή τη διαδικασία, ωστόσο θεωρώ ότι δεν θα επηρεάσει τόσο την παραγωγή του γάλακτος. Ανεξάρτητα από το αν θα επηρεαστούν τα ζώα και οι κτηνοτρόφοι από αυτό, κάποιοι καταναλωτές αναμένεται να είναι διστακτικοί στην αγορά, λόγω φόβου σε υγειονομικό επίπεδο».
«Πλαφόν στο 1,10 στην κοστολόγηση του γάλακτος για την επιβίωση των κτηνοτρόφων»
Ο Αλέξανδρος Στεφανάκης, πρώην πρόεδρος του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Κρήτης και μέλος της ελληνικής κτηνιατρικής εταιρείας μιλώντας στα «Ρ.Ν.» υπογράμμισε τα προβλήματα των κτηνοτρόφων και την ανάγκη για αποφυγή περαιτέρω μειώσεων στις τιμές του γάλακτος. «Η αιγοπροβατοτροφία είναι ένας ισχυρός τομέας στην Κρήτη και ιδιαίτερα στο Ρέθυμνο, με το Δυτικό Ρέθυμνο να δεσπόζει στην παραγωγικότητα. Οι κτηνοτρόφοι βγαίνουν από μία τρομακτικά δύσκολη χρονιά, με ανομβρία, άρα υπάρχει έλλειμμα στην παραγωγή βοσκής και χόρτου σανών και επίσης μία περίοδος από τον Ιούνιο μέχρι σήμερα με υψηλές θερμοκρασίες και καύσωνες που ταλαιπωρούν τα ζώα. Αυξάνεται η ανάγκη για αγορά ζωοτροφών, γιατί ο κτηνοτρόφος δεν μπορεί να παράγει τη δική του ζωοτροφή για τα ζώα, από τη στιγμή που δεν βρέχει. Οι τιμές καθορίζονται από την προσφορά και τη ζήτηση. Τα περιθώρια για μείωση στην τιμή στο γάλα στην ουσία δεν υπάρχουν, αν γίνει προσπάθεια μείωσης της τιμής θα αρχίσει να υποχωρεί αισθητά η κτηνοτροφία. Όταν δεν πληρώνεται κατάλληλα ο παραγωγός σταματάει να ασχολείται με την κτηνοτροφία, ενώ για να σταθεί βιώσιμα φέτος πρέπει να θέσει ένα όριο στο 1,10 ευρώ, χωρίς να σημαίνει ότι έχει κέρδος με αυτήν την τιμή», ανέφερε.
Ο κ. Στεφανάκης συμπλήρωσε: «Εκτιμώ ότι η τιμή στο γάλα θα παραμείνει στα ίδια επίπεδα με πέρυσι. Η προσπάθεια να μειωθεί η τιμή θα είναι λάθος. Γενικά υπάρχει η τάση η τιμή του γάλακτος να μειώνεται σταδιακά κατά τη διάρκεια της χρονιάς, γιατί μειώνεται και η ποιότητά του. Εγώ νομίζω ότι αν η τιμή του γάλατος πέσει φέτος, οι κτηνοτρόφοι δεν θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν, γιατί η χρονιά είναι πολύ ακριβή. Οι ζωοτροφές και το κόστος τους δεν επιτρέπει βιωσιμότητα του παραγωγού. Το επόμενο χρονικό διάστημα θα αρχίσουν να κλείνονται οι συμφωνίες των κτηνοτρόφων με τους προμηθευτές και να καθορίζεται η τιμή του γάλακτος. Ο καταναλωτής θέλει να πάρει το προϊόν σε λογική τιμή, αλλά η τιμή του προσφερόμενου γάλακτος από τους κτηνοτρόφους είναι απόλυτα λογική. Αν αναλογιστούμε την ποιότητα και το επίπεδο ασφάλειας που έχουν, τότε το γάλα είναι δωρεάν. Όλο το πρόβλημα είναι στην τιμή του προϊόντος στο ράφι, γιατί οι τιμές δεν είναι αντιπροσωπευτικές των αναγκών των κτηνοτρόφων. Δεν μπορούμε να στηριζόμαστε στις επιδοτήσεις, γιατί το παραγωγικό σύστημα της κτηνοτροφίας και της αιγοπροβατοτροφίας δίνει σε πάρα πολλούς ανθρώπους δουλειά».