Σύμφωνα με πρόσφατα διεθνή στοιχεία, η υπογονιμότητα αφορά περίπου 1 στα 8
ζευγάρια, ενώ έχει προσφερθεί έστω μία μέθοδος Ιατρικώς Υποβοηθούμενης
Αναπαραγωγής σε περισσότερες από 7 εκατομμύρια γυναίκες παγκοσμίως.
Σε γενικές γραμμές, ως υπογονιμότητα ορίζεται η μη επίτευξη εγκυμοσύνης έπειτα
από 12 μήνες τακτικής σεξουαλικής επαφής χωρίς κάποια μέθοδο αντισύλληψης (ή
έπειτα από 6 μήνες σε περίπτωση που η σύντροφος είναι μεγαλύτερη των 35 ετών).
Η υπογονιμότητα μπορεί να είναι πρωτοπαθής ή δευτεροπαθής. Στην πρωτοπαθή
υπογονιμότητα το ζευγάρι δεν έχει επιτύχει εγκυμοσύνη κατά το παρελθόν, ενώ
κάνουμε λόγο για δευτεροπαθή υπογονιμότητα σε περίπτωση που έχουν προηγηθεί
μία ή περισσότερες κυήσεις.
Στο παρελθόν κυριαρχούσε η γενική άποψη πως η υπογονιμότητα αφορά
αποκλειστικά τη γυναίκα. Ωστόσο σήμερα γνωρίζουμε ότι στο 1/3 των περιπτώσεων
το αίτιο αποδίδεται στη γυναίκα και στο 1/3 αποδίδεται στον άνδρα. Συχνά
ανευρίσκονται αίτια που αφορούν και τους δύο συντρόφους, ενώ αρκετές φορές
μετά από διερεύνηση, η αδυναμία επίτευξης κύησης δεν αποδίδεται σαφώς σε
κάποιο αίτιο, οπότε και κάνουμε λόγο για ανεξήγητη υπογονιμότητα.
Στις γυναίκες η υπογονιμότητα σχετίζεται συχνότερα με ορμονολογικές διαταραχές
που παρεμποδίζουν τη φυσιολογική διαδικασία της ωορρηξίας, με καταστάσεις που
οδηγούν σε απόφραξη των σαλπίγγων, με ανατομικές ανωμαλίες της μήτρας ή και με
χρόνιες παθήσεις. Ακόμη, σημειώνεται πως η σχετικά μεγάλη ηλικία της γυναίκας ή
καταστάσεις που προκαλούν πρόωρη ανεπάρκεια της ωοθηκικής λειτουργίας
επηρεάζουν δυσμενώς τη γονιμότητα.
Όσον αφορά τους άνδρες, τα αίτια υπογονιμότητας σχετίζονται κυρίως με
διαταραχές του σπέρματος. Πιο συγκεκριμένα, διάφορες καταστάσεις όπως
λοιμώξεις ή φλεγμονές, παλαιό τραύμα των όρχεων, απόφραξη ή απουσία των
σπερματικών πόρων και η αυξημένη θερμοκρασία στους όρχεις (λόγω π.χ παρουσίας
κιρσοκήλης) ενοχοποιούνται για παθολογικές τιμές σε παραμέτρους όπως ο αριθμός,
η κινητικότητα και η μορφολογία των σπερματοζωαρίων. Επιπλέον, δεν είναι σπάνιες
και οι διαταραχές εκσπερμάτωσης ή σπερματογένεσης λόγω ορμονολογικών
διαταραχών ή γενετικών παραγόντων.
Αξίζει να σημειωθεί πως και στα δύο φύλα θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν τυχόν
ιστορικό χημειοθεραπείας ή ακτινοθεραπείας λόγω νεοπλασματικής νόσου ή χρήσης
φαρμάκων που δυνητικά θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ποιότητα των ωαρίων ή
του σπέρματος.
Σε κάθε περίπτωση, η αδυναμία σύλληψης σε βάθος χρόνου συνιστά στρεσογόνο
κατάσταση και μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη σχέση του ζευγαριού. Ως εκ τούτου
η βέλτιστη επιλογή για το ζευγάρι είναι να απευθύνεται εγκαίρως σε γυναικολόγο
εξειδικευμένο σε ζητήματα υπογονιμότητας, προκειμένου να συζητηθούν οι
προβληματισμοί του ζευγαριού καθώς επίσης και η τυχόν απαιτούμενη περαιτέρω
διερεύνηση.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων απλές αιματολογικές εξετάσεις, η ανάλυση
σπέρματος (σπερμοδιάγραμμα), το διακολπικό υπερηχογράφημα, καθώς επίσης και
η εξέταση της βατότητας των σαλπίγγων με Υδροσαλπιγγογραφία (HyCoSy) ή
Υστεροσαλπιγγογραφία μπορούν εύκολα και γρήγορα να οδηγήσουν στη σωστή
διάγνωση και αποτελεσματική αντιμετώπιση. Επιπλέον αξίζει να σημειωθεί ότι δεν
είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου έπειτα από απλές οδηγίες και σωστή καθοδήγηση
επετεύχθη φυσιολογική σύλληψη δίχως την ανάγκη θεραπείας ή επεμβατικής
μεθόδου Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής.
Στράτος Νεονάκης, MD
Μαιευτήρας – Χειρουργός Γυναικολόγος
Ειδικός Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής και Εμβρυομητρικής Ιατρικής
Επιστημονικός Υπεύθυνος Μαιευτικού-Γυναικολογικού τμήματος πολυϊατρείου
“BIOGNOSIA”