Η μαγνητική τομογραφία έχει κάνει δυναμικά την παρουσία της τα τελευταία χρόνια στον τομέα της απεικόνισης του μαστού και της ασυμπτωματικής διάγνωσης (check-up). Πλήθος εργασιών τονίζουν την υπεροχή της έναντι της μαστογραφίας και του υπερήχου, θα πρέπει όμως να σταθούμε στο για ποιές γυναίκες ενδείκνυται και στο πότε πραγματικά έχει να ωφεληθεί μια ασθενής.
Καταρχήν, είναι χρήσιμο να ξέρουμε ότι η μαγνητική τομογραφία είναι μια εξέταση υψηλής τεχνολογίας και παρουσιάζει μεγάλο ποσοστό ευαισθησίας (90-95%).
Οι μαγνητικοί τομογράφοι, μέσα στους οποίους πραγματοποιούνται οι μαγνητικές μαστών, πρέπει να διαθέτουν ειδικά πηνία και να έχουν ιδιαίτερα ισχυρά μαγνητικά πεδία (> 1.5 tesla ). Η μαγνητική μαστών με μαγνητικό τομογράφο λαμβάνει χώρα στις γυναίκες της αναπαραγωγικής ηλικίας ανάμεσα στην 7η-13η ημέρα του κύκλου τους σε ξαπλωτή θέση και μπρούμυτα με το στήθος ελεύθερο. Διαρκεί γύρω στα 30 λεπτά (λιγότερο εάν πρόκειται για την νέα παραλλαγή της Ultra Fast MRI) ενώ σχεδόν πάντα συνοδεύεται από έκχυση ενδοφλεβίως παραμαγνητικής ουσίας έτσι ώστε να ανιχνευτούν και να μελετηθούν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τυχόν ύποπτα ευρήματα και μορφώματα (αν υπάρχουν).
Οι γυναίκες που κυρίως ωφελούνται από τη μαγνητική τομογραφία ανήκουν σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω κατηγορίες:
- Σε αυτές που βρίσκονται σε ομάδες υψηλού κινδύνου με άνω του 20% πιθανότητα να αναπτύξουν καρκίνο στη διάρκεια της ζωής τους (είτε είναι φορείς BRCA, είτε έχουν ακτινοβοληθεί στο θώρακα).
- Σε εκείνες που φέρουν ενθέματα σιλικόνης.
- Σε αυτές στις οποίες έχει εφαρμοστεί ο συνδυασμός μαστογραφίας και υπερήχων και παρόλαυτά δεν έχει αποδώσει τα επιθυμητά απεικονιστικά αποτελέσματα (π.χ. περιπτώσεις με ιδιαίτερα πυκνούς μαστούς και γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας).
- Σε εκείνες τις γυναίκες στις οποίες εντοπίζουμε επίμονο έκκριμα θηλής χωρίς αυτό να συνοδεύεται από άλλα απεικονιστικά ευρήματα.
- Σε περιπτώσεις προεγχειρητικής σταδιοποίησης σε γυναίκες με λοβιακό καρκίνο του μαστού.
- Σε περιπτώσεις γυναικών με μετάσταση στους λεμφαδένες χωρίς να γνωρίζουμε την πρωτοπαθή εστία της νόσου.
- Σε περιπτώσεις επανελέγχου και παρακολούθησης της νόσου (προεγχειρητική χημειοθεραπεία ή μετεγχειρητική παρακολούθηση).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η μέθοδος της μαγνητικής τομογραφίας υπερτερεί κατά 10-15% του συνδυασμού μαστογραφίας και υπερηχογραφήματος. Ιδιαίτερα ενδείκνυται σε περιπτώσεις που έχουμε να κάνουμε με πολύ μικρούς και αψηλάφητους όγκους (<1 cm), ενώ ταυτοχρόνως μας διασφαλίζει σε ποσοστό 93% ότι οι λεμφαδένες της μασχάλης θα είναι καθαροί. Επίσης, σύμφωνα με νεότερες έρευνες, διαγιγνώσκει καρκίνους που μέχρι πρότινος ξέφευγαν της μαστογραφίας (interval cancers) και οι οποίοι αφορούν ταχέως εξελισσόμενους όγκους, εξασφαλίζοντας έτσι την έγκαιρη διάγνωση και την επιτυχία της θεραπείας.
Ωστόσο, το βασικό μειονέκτημα της μαγνητικής τομογραφίας είναι η χαμηλή της ειδικότητα (δηλαδή παρουσιάζει ενίοτε ψευδώς θετικά ευρήματα) αλλά και το γεγονός ότι δεν απεικονίζει τις μικροαποτιτανώσεις, που αποτελούν σύνηθες εύρημα των μαστογραφιών, ενώ έχει περιορισμένη χρησιμότητα στον φλεγμονώδη καρκίνο και στο DCIS (in situ πορογενές καρκίνωμα). Επίσης, υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις στις οποίες η μαγνητική τομογραφία δεν ενδείκνυται όπως: Όταν υπάρχει αλλεργία στην παραμαγνητική ουσία, όταν η ασθενής εμφανίζει συμπτώματα κλειστoφοβίας (γεγονός που μπορεί να ξεπεραστεί με την χορήγηση αγχολυτικών/ηρεμιστικών από αναισθησιολόγο), όταν υπάρχουν μεταλλικά αντικείμενα όπως βηματοδότης, clips, παλαιές προθέσεις ισχίου, παλαιές τεχνητές βαλβίδες καρδιάς, κοχλιακά εμφυτευμάτα και stent αγγείων.
Συνοψίζοντας, η ένταξη της μαγνητικής τομογραφίας στη φαρέτρα της απεικόνισης του μαστού προσέφερε μεγάλες δυνατότητες στους γιατρούς και αντιστοίχως μεγάλα οφέλη στους ασθενείς.
Προχώρησε την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του μαστού ένα βήμα πιο πέρα και ωφέλησε μεγάλες ομάδες του γενικού πληθυσμού που για διάφορους λόγους δεν μπορούσαν να αξιοποιήσουν τη χρήση της μαστογραφίας.
Πηγή: www.drpapadogiannakis.gr