Η 6η Ιανουαρίου γιορτάζεται ως η ημέρα της βάπτισης του Ιησού Χριστού, στον ποταμό Ιορδάνη, από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή.
Πρόκειται για την τρίτη και τελευταία γιορτή του Δωδεκαημέρου, δηλαδή των εορτών των Χριστουγέννων.
Το όνομα ‘Θεοφάνεια’ προκύπτει από τη φανέρωση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας, που συνέβη κατά τις σχετικές ευαγγελικές περικοπές
Πάντα κατά τις Γραφές, στην στιγμή της Βάπτισης κατέβηκε από τον ουρανό το Άγιο Πνεύμα, υπό μορφή περιστεράς στον Ιησού. Ταυτόχρονο -κατά τα ευαγγέλια του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά, αλλά όχι και κατά το Ιωάννη- ακούστηκε μια φωνή από τον ουρανό να λέει «Οὗτος ἐστίν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησ»α.
Αυτή η φωνή είναι ο λόγος που η 6η Ιανουαρίου πέρασε στην ιστορία ως Θεοφάνια.
Είναι και η μοναδική φορά της εμφάνισης, στη Γη, της Αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος υπό του πλήρους «μυστηρίου» της Θεότητας.
Ως κύριες τελετές των Θεοφανείων θεωρούνται
α) ο Μέγας Αγιασμός, θρησκευτική τελετή που γίνεται εντός των Εκκλησιών.
β) η Κατάδυση του Τιμίου Σταυρού, θρησκευτική τελετή που ακολουθεί του Μεγάλου Αγιασμού και γίνεται η κατάδυση του Σταυρού σε ακτή θάλασσας, εντός λιμένων, όχθες ποταμών ή λιμνών και στην ανάγκη σε δεξαμενές νερού, όπως στην Αθήνα.
Η κατάδυση του σταυρού γίνεται κατά μίμηση της Βάπτισης του Ιησού. Σύμφωνα με το έθιμο, δίνει στο νερό καθαρτικές και εξυγιαντικές ικανότητες.
Η ανέλκυση του είναι έθιμο που αφορά κυρίως νέα άτομα, τα οποία βουτούν (εξ ου και λέγονται Βουτηχτάδες) για τον πιάσουν και να λάβουν την ευλογία του ιερωμένου.
Στην πρωτεύουσα, η επίσημη κατάδυση ορίστηκε να γίνεται από το 1900 στον Πειραιά έναντι της παλαιάς βασιλικής αποβάθρας ή του παλιού Δημαρχείου, σήμερα μπροστά από τον Ναό του Αγίου Σπυρίδωνα. Παρόμοιες τελετές γίνονται σε όλους τους νομούς της χώρας.
Πάντα σύμφωνα με τα έθιμα και τις παραδόσεις, την παραμονή των Φώτων, ο ιερέας γυρίζει όλα τα σπίτια με τον Σταυρό και ένα κλωνάρι βασιλικό και ραντίζει για να ξορκίσει το «κακό».
Οι λαϊκές δοξασίες συνέδεσαν τον φωτισμό των σπιτιών με την εξαφάνιση των καλικάντζαρων, οι οποίοι υποτίθεται ότι έφευγαν τρομαγμένοι με τον ερχομό του ιερέα.