Έκθετη είναι η κυβέρνηση μετά τη χθεσινή δημοσιοποίηση στοιχείων έρευνας της Τράπεζας της Ελλάδας, που επιβεβαιώνει ότι οι Έλληνες πληρώνουν τα τυποποιημένα προϊόντα έως και 10% υψηλότερα – ορισμένα, δε και έως 100% – από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης – γεγονός που καταρρίπτει τον μόνιμο ισχυρισμό ότι η ακρίβεια είναι «εισαγόμενη».
Χαρακτηριστικά, όπως αναφέρουν οι μελετητές της ΤτΕ (Αλέξανδρος Καρακίτσιος, Θεοδώρα Κοσμά, Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, Γεώργιος Παπαδόπουλος, Παύλος Πέτρουλας) τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έχει επιτευχθεί αξιοσημείωτη πρόοδος, καθώς οι διαφορές των τιμών έχουν μειωθεί σημαντικά, αλλά παραμένουν σε υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με την ευρωζώνη (κατά μέσο όρο περίπου 10%).
Ενδεικτικά, στον στιγμιαίο καφέ η Ελλάδα είναι 17% ακριβότερη, στα δημητριακά 15%, στα ανθρακούχα αναψυκτικά 15%.
Ο αλεσμένος καφές είναι 50% ακριβότερος, το βούτυρο 54%, η μαργαρίνη 60% και οι χαρτοπετσέτες 100%, ενώ η μέση διαφορά στα ακριβότερα προϊόντα είναι 61%.
Όπως αναφέρεται, η τιμή του αλεσμένου καφέ στην Ελλάδα είναι 50% υψηλότερη από το μέσο όρο της ευρωζώνης. “Αν προσαρμόσουμε τη δομή της αγοράς του παραγωγού ώστε να εξομοιώνεται με το μέσο όρο της ευρωζώνης, η διαφορά της τιμής θα μειωθεί κατά 7%. Επιπλέον, αν οι Έλληνες καταναλωτές κατανάλωναν τις ίδιες ποσότητες αλεσμένου καφέ όπως στη ζώνη του ευρώ και αγόραζαν παρόμοιες (μεγαλύτερες) συσκευασίες, η διαφορά της τιμής θα μειωνόταν κατά επιπλέον 15%” όπως αναφέρουν.
“Από την άλλη πλευρά, για ένα μεγάλο μέρος μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής και υπηρεσίες που είναι ως επί το πλείστον εγχωρίως παραγόμενα, η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών με τις χαμηλότερες τιμές, σύμφωνα με τη μελέτη. Εκτός από το ελαιόλαδο, φθηνότερη είναι η Ελλάδα στο σαμπουάν 13%, στο φρέσκο γάλα 8% και στις βρεφικές πάνες 4%” αναφέρει η μελέτη που σημειώνει:
“Συνεπώς, υπάρχει δυνατότητα περαιτέρω βελτίωσης με παρεμβάσεις οι οποίες αυξάνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των παραγωγών, επιφέρουν αλλαγές στη δομή της αγοράς λιανικής και ―σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα― στοχεύουν στην ενίσχυση του καταναλωτικού αλφαβητισμού”.
Πώς θα πέσουν οι τιμές – Συμπεράσματα
“Από την ανάλυσή μας προκύπτει ότι οι τιμές στην Ελλάδα θα ήταν σημαντικά χαμηλότερες αν τα χαρακτηριστικά της αγοράς των παραγωγών (προμηθευτών) και της αγοράς λιανικής, καθώς και οι προτιμήσεις του καταναλωτικού κοινού ευθυγραμμίζονταν με τα μέσα επίπεδα της ευρωζώνης” αναφέρουν οι μελετητές της ΤτΕ που σημειώνουν:
“Το αποτέλεσμα αυτό ισχύει για τα περισσότερα προϊόντα. Για τα αγαθά στα οποία η Ελλάδα ήταν η πιο ακριβή χώρα, η πτώση των τιμών θα μπορούσε να φθάσει στο 30% κατά μέσο όρο.
Σημαντικές μειώσεις θα μπορούσαν επίσης να επιτευχθούν για τα αγαθά με τα υψηλότερα μερίδια στις συνολικές πωλήσεις, τα οποία είναι πιο αντιπροσωπευτικά για το καλάθι του Έλληνα καταναλωτή.
Για αυτό το σύνολο αγαθών ειδικότερα, θα μπορούσε να προκύψει μείωση τιμών ίση με 17% κατά μέσο όρο (23% αν εξαιρεθεί το ελαιόλαδο).
Τα αποτελέσματά μας δείχνουν επίσης ότι, ενώ η Ελλάδα έχει γίνει φθηνότερη την τελευταία δεκαετία σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ, παραμένει μια από τις ακριβότερες χώρες στα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα σουπερμάρκετ, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπάρχει περιθώριο για την υιοθέτηση μέτρων πολιτικής με στόχο την περαιτέρω πτώση των τιμών στην Ελλάδα στο συγκεκριμένο τμήμα της αγοράς”.
Στη χθεσινή του τοποθέτηση ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης αρχικά αμφισβήτησε εμμέσως τα στοιχεία, λέγοντας πως «η έκθεση αυτή είναι βασισμένη σε στοιχεία από τον Ιανουάριο του 2009 έως τον Οκτώβριο του 2011» και με βάση αυτά «γίνεται μία προσαρμογή στο σήμερα». Στη συνέχεια, επανέλαβε ότι το πρόβλημα είναι κυρίως εισαγόμενο, ενώ οι κυβερνητικές πολιτικές έχουν κινηθεί προς τη σωστή κατεύθυνση. Μοναδικός στόχος της κυβέρνησης η «βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών», πρόσθεσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, ο οποίος προσπάθησε να υποβαθμίσει τις επισημάνσεις της έκθεσης, ισχυριζόμενος ότι όπως πολύ σωστά έχει πει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας, αυτό που ονομάζουμε ευρύτερα ως πρόβλημα η ακρίβεια, είναι 80% εισαγόμενη και 20% έχει αιτίες εσωτερικού χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, τα ζητήματα των εικονικών εκπτώσεων, ζητήματα πρακτικών από συγκεκριμένες εταιρίες κα, όπως γράφει το news247.
Δεν κατόρθωσε, ωστόσο, να στοιχειοθετήσει επαρκώς τις επισημάνσεις της ΤτΕ όπως πχ στις διαφορές των τιμών μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, οι οποίες, κατά τους συντάκτες της έκθεσης, εξακολουθούν να είναι σημαντικές, παρά την απουσία εμπορικών περιορισμών και την εξάλειψη των διακυμάνσεων της συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Ούτε βεβαίως εξήγησε γιατί σύμφωνα με την έρευνα, η Ελλάδα είναι η πιο ακριβή χώρα μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, σε προϊόντα όπως ο αλεσμένος καφές, το βούτυρο, η μαργαρίνη, το γάλα μακράς διάρκειας έξτρα παστεριωμένο (UHT), οι χαρτοπετσέτες, το χαρτί υγείας, η οδοντόκρεμα και το ανθρακούχο νερό. Ενδεικτικά, ο αλεσμένος καφές είναι 50% ακριβότερος, το βούτυρο 54%, η μαργαρίνη 60% και οι χαρτοπετσέτες 100%.
Και φυσικά, ούτε λόγος για τις προτροπές των συντακτών της έκθεσης ότι υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης με παρεμβάσεις οι οποίες αυξάνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών, επιφέρουν αλλαγές στη δομή της αγοράς των λιανεμπόρων και – σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα – στοχεύουν στην ενίσχυση του καταναλωτικού αλφαβητισμού κα, όπως αναφέρει το iEidiseis.