Μειώσεις τιμών τον Οκτώβριο καταγράφηκαν μόνο σε 14 από τα τρόφιμα που μετράει η ΕΛΣΤΑΤ
Αυξήσεις σε 46 από τα 60 είδη διατροφής που μετράει η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) έγιναν μέσα σε ένα μήνα, από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Οκτώβριο, στοιχείο που δείχνει αν μη τι άλλο ότι η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και ειδικά του πληθωρισμού των τροφίμων αργεί ακόμη.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ έρχονται επίσης να ρίξουν βαριά τη σκιά τους στις προσπάθειες που κάνει τις τελευταίες ημέρες το υπουργείο Ανάπτυξης, επιβεβαιώνοντας δυστυχώς την άποψη που επικρατεί σε μεγάλο μέρος της αγοράς, και όχι μόνο, ότι μέτρα όπως το «καλάθι του νοικοκυριού» και η «μόνιμη μείωση τιμής» είναι στην ουσία μέτρα αποσπασματικά που μπορούν μόνο εν μέρει να ανακουφίσουν τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Από την επεξεργασία της «Καθημερινής» στα αναλυτικά στοιχεία που δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει ότι οι ανατιμήσεις που έγιναν σε αυτές τις 46 κατηγορίες ειδών διατροφής κυμαίνονται από 0,03% στα αλλαντικά έως 14,05% στο ελαιόλαδο. Μεγάλες ανατιμήσεις έχουν γίνει σε πολύ βασικά είδη διατροφής, όπως το φρέσκο γάλα (4,78%), τα αυγά (4,11%) και τα τυριά (2,31%), στο αιγοπρόβειο κρέας (2,29%), στα παρασκευάσματα με βάση τα ψάρια και τα θαλασσινά (5,38%), στα νωπά φρούτα (8,05%), στη μαργαρίνη και σε άλλα φυτικά λίπη (2,47%) και στον καφέ (1,9%).
Συνολικά, μάλιστα, η ομάδα των ειδών διατροφής κατέγραψε αύξηση τιμών σε μηνιαία βάση 1,7%. Αξίζει, δε, να σημειωθεί ότι το φρέσκο γάλα αποτελεί ένα από τα προϊόντα τα οποία συγκαταλέγονται στην πρωτοβουλία «μόνιμη μείωση τιμής», με τη συμμετοχή μάλιστα δύο κορυφαίων εταιρειών της κατηγορίας.
Βεβαίως, το μέτρο μετράει μόνο λίγες ημέρες ζωής, σε αντίθεση με το «καλάθι του νοικοκυριού» που συμπλήρωσε ένα χρόνο ζωής και πλέον, σύμφωνα με τους εκπροσώπους του κλάδου των σούπερ μάρκετ, έχει χάσει την απήχηση που είχε στο καταναλωτικό κοινό κατά τους πρώτους μήνες εφαρμογής του.
Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που έδωσε στην εφημερίδα αρμόδιο στέλεχος της ΕΛΣΤΑΤ, η Αρχή καταγράφει και τις προσφορές και τις προωθητικές ενέργειες που υπάρχουν στα προϊόντα, τη στιγμή που γίνονται οι τιμοληψίες, σε αντίθεση με όσα έχουν υποστηρίξει κατά καιρούς στελέχη της αγοράς αλλά και αρμόδια κυβερνητικά στελέχη. Επιπλέον ελέγχει και τις συσκευασίες των προϊόντων έτσι ώστε εάν ένα προϊόν διατίθεται με την ίδια τιμή, αλλά σε μικρότερη συσκευασία, αυτό να θεωρείται αύξηση τιμής. Με άλλα λόγια, στον δείκτη τιμών καταναλωτή αποτυπώνονται με μεγάλη ακρίβεια οι πραγματικές τιμές που καταβάλλει τελικά ο καταναλωτής και κυρίως οι μεταβολές αυτών.
Μειώσεις τιμών τον Οκτώβριο του 2023 σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο του 2023 καταγράφηκαν μόνο σε 14 από τα 60 είδη διατροφής που μετράει η ΕΛΣΤΑΤ, μειώσεις που σημειωτέον είναι περιορισμένες όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά, υπό την έννοια ότι έχουν πολύ μικρή επίπτωση στην τελική τιμή που πληρώνει ο τελικός καταναλωτής και αφορούν προϊόντα τα οποία δεν θεωρούνται και τα πλέον βασικά για το καθημερινό τραπέζι. Οι μειώσεις τιμών κυμάνθηκαν από 1,85% στα τσιπς έως 0,08% στα ζυμαρικά, ενώ μειώσεις καταγράφηκαν επίσης σε αλίπαστα ψάρια και κατεψυγμένα λαχανικά.
Σε σύγκριση, δε, με τις αρχές του χρόνου πληρώσαμε ακριβότερα τον Οκτώβριο του 2023 53 προϊόντα, με τις αυξήσεις να φτάνουν έως 36% (στο ελαιόλαδο). Αλλα βασικά είδη διατροφής, οι τιμές των οποίων έχουν αυξηθεί σημαντικά στη διάρκεια του δεκαμήνου, είναι τα νωπά φρούτα (28,41%), τα αναψυκτικά (13,72%), τα δημητριακά για πρωινό 10,83%, το ρύζι (6,15%) και το χοιρινό κρέας 9,63%. Σε ετήσια βάση, δηλαδή σε σύγκριση με τον Οκτώβριο του 2022, οι τιμές των τροφίμων είναι υψηλότερες κατά 9,9%.
Στις νέες ανατιμήσεις στα τρόφιμα οφείλεται σε σημαντικό βαθμό η ανακοπή της πτωτικής πορείας του δείκτη τιμών καταναλωτή. Τον Οκτώβριο διαμορφώθηκε σε 3,4% από 1,6% τον Σεπτέμβριο, ενώ αύξηση του γενικού δείκτη καταγράφηκε και σε μηνιαία βάση, της τάξης του 0,6%. Εκτός από τις αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων, σημαντικές αυξήσεις σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο του 2023 καταγράφηκαν στην ομάδα «Στέγαση» (2%) λόγω των αυξήσεων στα ενοίκια κατοικιών (0,3%), στο φυσικό αέριο (3,9%) και το πετρέλαιο θέρμανσης (12,7%).