Ο κρητικός αγριόγατος που εντοπίστηκε για πρώτη φορά πριν από 28 χρόνια, το μόνο άγριο αιλουροειδές της Κρήτης, αμιγώς σαρκοφάγο ζώο που ζει στο νησί, δείχνει ότι το οικοσύστημα στο οποίο διαβιεί είναι ακόμη σε μια αρκετά καλή κατάσταση.
Έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης κατέληξε σε σημαντικά συμπεράσματα για τον κρητικό αγριόγατο.
Στο πλαίσιο της έρευνας που εκτάθηκε στους τρεις ορεινούς όγκους του νησιού, τα Λευκά Όρη, τον Ψηλορείτη και το όρος Δείκτη, καταγράφηκε πληθυσμός που ισούται με 0,5 ως 2 άτομα ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο κατάλληλου ενδιαιτήματος.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Βιολόγος του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και Έφορος της Συλλογής Σπονδυλωτών Πέτρος Λυμπεράκης, ανέφερε ότι «το γεγονός ότι προέκυψαν αυτά τα στοιχεία σε ότι αφορά τον πληθυσμό του Κρητικού αγριόγατου, που βρίσκεται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας, δείχνει ότι το οικοσύστημα στο οποίο ζει -ευτυχώς- είναι ακόμη σε μια αρκετά καλή κατάσταση».
Η προετοιμασία για την έρευνα ξεκίνησε τον Αύγουστο του 2023, ενώ οι φωτογραφικές «παγίδες» στήθηκαν σε σημεία που υπήρχε η γνώση ή και η πληροφορία ότι έχει εμφανιστεί στο παρελθόν αγριόγατος. Η καταγραφή αφορούσε κυρίως την χειμερινή περίοδο, αφού οι «παγίδες» άρχισαν να τοποθετούνται στα τέλη Οκτωβρίου 2023 και η τελευταία απομακρύνθηκε στα τέλη Φεβρουαρίου 2024.
«Για την έρευνα, δημιουργήθηκαν συνολικά έξι σταθμοί, δύο σε κάθε ορεινό όγκο. Σε κάθε σταθμό τοποθετούσαμε 10 ζευγάρια “παγίδων”, άρα μιλάμε για 60 ζευγάρια συνολικά.
Όταν λέμε ζευγάρι, εννοούμε δύο φωτογραφικές “παγίδες” που τοποθετήθηκαν η μία απέναντι στην άλλη, για να μπορούν να καταγράφουν όλα τα χαρακτηριστικά των ζώων» είπε ο κ. Λυμπεράκης, ο οποίος ανέφερε ότι η έρευνα για τον κρητικό αγριόγατο ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, ωστόσο επειδή τα μέσα τότε ήταν «πρωτόγονα» σε σχέση με τα σημερινά, αυτή η έρευνα που ολοκληρώθηκε από το ΜΦΙΚ είναι πολύ σημαντική και μπορεί να αποτελέσει, λόγω της ποιότητας των συμπερασμάτων της, μια αξιόπιστη βάση για τη μελλοντική έρευνα.
«Είχαμε καταφέρει με κάποια “πρωτόγονα” μέσα, κάποιες ιδιοκατασκευές δηλαδή, να φωτογραφήσουμε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ζώα, στην περιοχή της Ελεύθερνας πάνω από τον Άγιο Μάμα» είπε ο κ. Λυμπεράκης, ο οποίος ανέφερε ότι η πρώτη φορά που εντοπίστηκε ζωντανός κρητικός αγριόγατος, ήταν το 1996, από δύο φοιτήτριες -μέλη Ιταλικής επιστημονικής αποστολής που μελετούσε τα σαρκοφάγα της Κρήτης, οι οποίες κατάφεραν να «παγιδέψουν» για πρώτη φορά ένα ζώο.
«Το ζώο τότε, το είχαμε φέρει στο ΜΦΙΚ και είχαμε πάρει όσες μετρήσεις χρειαζόταν, το είχαμε μελετήσει και είχαμε κάνει τις απαραίτητες αιμοληψίες για να μπορούμε να έχουμε στοιχεία. Επίσης τότε, είχαμε απελευθερώσει το ζώο προσαρμόζοντας πάνω του πομπό. Η έρευνα μας στο ζώο είχε διαρκέσει περίπου τρεις μήνες και η παρακολούθηση μέσω του πομπού ήταν 24ωρη.
Τότε εξήχθησαν και τα πρώτα ακριβή συμπεράσματα για τον κρητικό αγριόγατο, αφού έως τότε οι όποιες καταγραφές και στοιχεία, αφορούσαν τη γνώση που είχαμε από τομάρια ζώων που είχαν πωληθεί σε παζάρι στα Χανιά το 1905» ανέφερε ο Πέτρος Λυμπεράκης.
Παρά το γεγονός πάντως ότι οι επιστήμονες θεωρούν ότι τα αποτελέσματα της έρευνας ήταν κοντά σε αυτά που περίμεναν, η μελέτη του κρητικού αγριόγατου όπως σημείωσε ο βιολόγος του ΜΦΙΚ πρέπει να συνεχιστεί, στη βάση της ανάγκης να προκύψει το στοιχείο του βαθμού επηρεασμού του ζώου από το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει και αυτό είναι ο υβριδισμός, δηλαδή το ζευγάρωμα του Κρητικού αγριόγατου με οικόσιτες γάτες, που καταφέρνουν να απομακρυνθούν και να τον πλησιάσουν.
«Έχουμε καταγράψει οικόσιτες γάτες ακόμη και στα 1500 μέτρα υψόμετρο, σε άγρια μέρη» σημείωσε ο κ. Λυμπεράκης, ο οποίος πρόσθεσε ότι το πρόβλημα του υβριδισμού δεν έχει να κάνει με το «αν θέλουμε ή όχι καθαρόαιμα ζώα, αλλά με το πρόβλημα που ίσως προκύψει από αυτή την διασταύρωση.
Οι οικόσιτες γάτες είναι διαφορετικών προελεύσεων και μπορεί να αντιμετωπίζουν οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας, με το οποίο δεν έχει έρθει ποτέ αντιμέτωπο το άγριο ζώο. Αυτό μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία του.
Επίσης ο υβριδισμός αποτελεί πρόβλημα, καθώς δημιουργεί ζώα λιγότερο προσαρμοσμένα στο περιβάλλον και ίσως αυτό δε δεύτερο χρόνο να δημιουργεί και μεγαλύτερα προβλήματα στον άνθρωπο. Για παράδειγμα ένα υβρίδιο θα μπορεί να πλησιάσει πιο εύκολα τον άνθρωπο, άρα και να επιτεθεί σε κοτέτσια. Το άγριο ζώο, σπάνια θα έκανε κάτι τέτοιο».
Υπό αυτό το πρίσμα, όπως κατέληξε ο βιολόγος του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και Έφορος της Συλλογής Σπονδυλωτών, «είναι σημαντικό σε επόμενο στάδιο να ερευνήσουμε πόσο έντονο είναι αυτό το πρόβλημα. Να δούμε με γενετικά εργαλεία πόσο επιβαρυντικός είναι για το ζώο ο υβριδισμός και σε τι έκταση υπάρχει».