Όπως αναφέρει το protothema.gr άκυρη ως αντισυνταγματική και παράνομη είναι η αναγνώριση πατρότητας από πρόσωπο που δεν είναι ο βιολογικός πατέρας – Η κρίση της Δικαιοσύνης για Κρητικό που παντρεύτηκε Ρωσίδα και θέλησε να «αποκαταστήσει» το παιδί που εκείνη ήδη είχε.
Η αναγνώριση της πατρότητας παιδιού από τον πατριό του είναι αντισυνταγματική και παράνομη και η αναγνώριση αυτή είναι άκυρη. Ο Αρειος Πάγος ακύρωσε συμβολαιογραφική πράξη, με την οποία Κρητικός αναγνώρισε το παιδί που είχε η Ρωσίδα γυναίκα του.
Η Ρωσίδα είχε αποκτήσει με τον σύντροφό της το παιδί όταν βρισκόταν ακόμη στην πατρίδα της. Στη συνέχεια, ήρθε στην Ελλάδα ως οικονομική μετανάστρια και εγκαταστάθηκε στην Κρήτη, όπου δημιούργησε δεσμό με ντόπιο και τον Ιανουάριο του 1999 παντρεύτηκαν.
Πέντε χρόνια μετά, το 2004, ο Ελληνας σύζυγος πήγε σε τοπικό συμβολαιογράφο και έκανε με τη θέλησή του (εκουσίως) την αναγνώριση του γιου της συζύγου του, που σήμερα είναι 34 ετών, ως δικού του βιολογικού παιδιού. Η μητέρα, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, συναίνεσε στο να αναγνωρίσει ο Ελληνας σύζυγός της τον γιο της ως δικό του βιολογικό παιδί, χωρίς ωστόσο αυτός να είναι ο πραγματικός του πατέρας.
Δηλαδή, ο Κρητικός σύζυγός της, αν και γνώριζε ότι στην πραγματικότητα δεν είναι ο φυσικός-πραγματικός βιολογικός πατέρας του παιδιού που είχε ήδη η σύζυγός του, το αναγνώρισε ως δικό του με συμβολαιογραφική πράξη.
Αντέδρασε το παιδί
Ομως, το παιδί, όταν έμαθε για την αναγνώρισή του από τον σύζυγο της μητέρας του, δηλαδή ουσιαστικά από τον πατριό του, ζήτησε την ακύρωση της αναγνώρισης και δικαιώθηκε από το Τριμελές Εφετείο Κρήτης.
Οι εφέτες ακύρωσαν τη συμβολαιογραφική αναγνώριση, καθώς έγινε καταχρηστικά, χωρίς το γεγονός αυτό να ανταποκρίνεται στη βιολογική αλήθεια, κάτι που «είχε ως συνέπεια την προσβολή της προσωπικότητας του παιδιού, το οποίο εμφανίζεται σε οικογενειακή κατάσταση διαφορετική από εκείνη στην οποία πράγματι βρίσκεται». Επιπρόσθετα, οι δικαστές υπογραμμίζουν ότι η εκούσια αναγνώριση που έκανε ο Κρητικός και καταχώρισε το παιδί της συζύγου του «ως βιολογικού του τέκνου προσέκρουσε στον θεσμό της πατρότητας και της οικογένειας, καθώς αυτό ήταν αντίθετο με τη βιολογική αλήθεια και προσέβαλε την προσωπικότητα του παιδιού».
Ο επίμαχος νόμος
Σε άλλο σημείο της δικαστικής απόφασης σημειώνεται ότι ο αναγνωρίσας το παιδί καταχράστηκε τη δυνατότητα την οποία του έδινε ο νόμος (άρθρο 1475 παρ. 1 του Αστικού Κώδικα), που παρέχει «στον φυσικό πατέρα τέκνου γεννημένου χωρίς γάμο των γονέων του το δικαίωμα να το αναγνωρίσει ως δικό του».
Οι δικαστές αφού ερμήνευσαν την Ευρωπαϊκή Σύμβαση του Στρασβούργου «για το νομικό καθεστώς των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους» (ισχύει στην Ελλάδα από το 1988), το Σύνταγμα και τον Αστικό Κώδικα, αποφάνθηκαν: «Η εκούσια αναγνώριση του παιδιού έγινε χωρίς ο σύζυγος της μητέρας του να είναι πραγματικός πατέρας, κάτι που αντίκειται στα άρθρα 2 και 5 του Συντάγματος, που απαγορεύουν τη διαμέσου δικαιοπραξίας προσβολή της αξίας του ανθρώπου και της προσωπικότητάς του, διότι η αντίθετη προς τη βιολογική αλήθεια θεμελίωση νομικής σχέσης πατρότητας αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας του μη συμπράξαντος στην αναγνώριση προσώπου, το οποίο εμφανίζεται σε οικογενειακή κατάσταση διαφορετική από εκείνη στην οποία πράγματι βρίσκεται».
Στην αρεοπαγιτική απόφαση υπογραμμίζεται ότι «η κατά κατάχρηση δικαίου ενέργεια του αναγνωρίσαντος το παιδί, ο οποίος, αν και γνώριζε ότι η δήλωσή του (σ.σ.: αναγνώρισης) δεν ανταποκρίνεται στη βιολογική αλήθεια, αφού δεν ήταν ο πραγματικός πατέρας του τέκνου, προέβη σε αυτήν εκμεταλλευόμενος τη δυνατότητα που του παρέχει η έννομη τάξη, καταχρώμενος και τον συνταγματικώς προστατευόμενο θεσμό της οικογένειας».
Οι ισχυρισμοί
Μάλιστα, επιπρόσθετα σημειώνεται στην απόφαση, ότι στις περιπτώσεις αυτές η εκούσια αναγνώριση παιδιού που έγινε χωρίς ο αναγνωρίσας να είναι ο πραγματικός πατέρας αντίκειται σε απαγορευτικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, γιατί είναι «αντίθετη προς τα χρηστά ήθη», με αποτέλεσμα να είναι άκυρη η αναγνώριση.
Οι ισχυρισμοί του αναγνωρίσαντος το παιδί ως δικό του, ότι όλα έγιναν λόγω των δεσμών αγάπης που είχαν δημιουργηθεί μεταξύ τους αλλά και ότι ήταν επιθυμία του να τακτοποιηθεί κληρονομικά η περιουσία του, όπως αυτή έχει καταγραφεί στη διαθήκη που έχει ήδη συντάξει, δεν επηρεάζουν τον αντισυνταγματικό και παράνομο χαρακτήρα της αναγνώρισης, αλλά ούτε έχουν κάποια έννομη επιρροή στην έκβαση της δίκης.
Οι αρεοπαγίτες απέρριψαν και τον ισχυρισμό του αναγνωρίσαντος το «ξένο» παιδί ότι «η βιολογική αλήθεια υποχωρεί έναντι της ανάγκης περιφρούρησης της οικογενειακής γαλήνης και ασφάλειας των συναλλαγών και της προστασίας των δικαιωμάτων του παιδιού, το οποίο, σε περίπτωση ευδοκίμησης της αγωγής του, θα υποχρεωθεί να αλλάξει το επώνυμό του».
Τελικά, το Α1 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους λόγους που προέβαλε το ζευγάρι στην αίτηση με την οποία ζητούσε να αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου Κρήτης.
Οι αρεοπαγίτες έκριναν ότι η εφετειακή απόφαση έχει επαρκή και σαφή αιτιολογία, χωρίς πλημμέλειες και αντιφάσεις, όπως απαιτεί το Σύνταγμα και η ποινική νομοθεσία. Και στη συνέχεια τους επέβαλε δικαστικά έξοδα 2.700 ευρώ.